- κίσσα
- I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι.2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του Διονύσου στο όρος Νύσσα.IIΑρχαία πηγή στην Αρκαδία. Σύμφωνα με τη μυθολογία, έλαβε το όνομά της από το ομώνυμο πτηνό. Όταν ο Αλκιμέδων εγκατέλειψε την κόρη του Φιαλώ και τον εγγονό του Αιχμαγόρα, γιο του Ηρακλή, κοντά στην πηγή, μια κίσσα μιμήθηκε τη φωνή του μωρού και ειδοποίησε τον Ηρακλή, που περνούσε από εκεί.* * *(I)η (AM κίσσα, Α αττ. τ. κίττα)κοινή, σήμερα, ονομασία τού είδους Garrulus glandarius, στρουθιόμορφου ξηροβατικού πτηνού, με σκούρο χρώμα, μακριά ουρά και φωνή που όταν γυμναστεί μπορεί να αρθρώσει λέξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κικ-yă. Ηχομιμητική λ. που προήλθε από τη μίμηση τού κρωξίματος τών πουλιώνανάγεται σε ΙΕ ρίζα *κικ- «κίσσα» (πρβλ. αρχ. ινδ. kiki, kikidivi «είδος κίσσας», αγγλοσαξ. higora «κίσσα») και εμφανίζει επίθημα -yα (πρβλ. κίλισσα < *κιλικ-yᾱ).————————(II)η (AM κίσσα, Α αττ. τ. κίττα)η ιδιομορφία τής όρεξης τών εγκύων που είτε επιθυμούν είτε αποστρέφονται ορισμένα φαγητά («ταῑς κυούσαις ἡ κίσσα γίγνεται», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι υποχωρητικό παράγωγο τού ρ. κισσάω / -ῶ «επιθυμώ σφοδρά», το οποίο αναφέρεται στις επιθυμίες τών έγκυων γυναικών και χρησιμοποιείται μεταφορικά με τη σημασία «συλλαμβάνω παιδί». Το ρ. κισσάω είναι μετονοματικό παρ. τής λ. κίσσα (Ι), πτηνού γνωστού για τη λαιμαργία του («ὄρνεον ἀδηφάγον καὶ παμφάγον», Σχόλ. Αριστοφ.)].
Dictionary of Greek. 2013.